Έβρος, καλοκαιράκι, δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα αυτό που τόσο εύκολα μου έλεγαν οι ντόπιοι, να εξελίσεται μπροστά μου.
Μια ταλαιπωρημένοι παρέα
(αυτό που οι παντώς επιστητού άσχετοι κατευθυνόμενοι δημοσιογραφίσκοι λένε "Λαθρομετανάστες", λες και μιλάμε για εμπορεύματα) να περιμένουν να περάσει η ώρα, κρυμένοι σε μια παράγκα για να περάσουν το τελευταίο ποταμάκι.
Τελικός προορισμός η Αθήνα.

έτσι μετά απο λίγο "μοιραζόμαστε" , λίγο ψωμί μια κονσέρβα και μισό λίτρο νερό.
Τα κινητά δεν σταματάνε, η ώρα περνάει, ένα πακέτο άγνωστης μάρκας περνάει απο χέρι σε χέρι, εγώ λίγο φοβισμένα βγάζω φωτογραφίες,
τζούρα και χαζές ερωτήσεις,
"Απο που είσαστε" λες και θα μου έλεγαν την αλήθεια, σε στυλ με λένε ........ και είμαι οδηγός
παράνομης εισόδου, καχυποψία, επιφύλαξη, μέτρημα στην κάθε κίνηση, με την άκρη του ματιού και με τα αυτιά τεντωμένα
(Φοβάται ο Γιάννης το θερίο και το θεριό τον Γιάννη)

Αμηχανία ίσως να φταίει το επαναλαμβανόμενο κλικ κλικ,
σκέφτομαι πως αν εδώ τώρα ήταν κάποιος/α απο τους "γνωστούς ρεπόρτερ" της τηλεόρασης θα το έκανε να μοιάζει ως πολεμική ανταπόκριση, (εδώ αφού τα πρώτα χιόνια στην Μαλακάσα τα μεταδίδουν σαν να είναι σε εμπόλεμη ζώνη,) φαντάσου τι θα γινόταν αν ήταν παρόντες και αυτό με κάνει να το πάρω αλλοιώς.
Χαμογελώ, η ώρα περνάει ένας δύο λαγοκοιμούνται, ψιλοκουβεντούλα για την παλιοκατάσταση

"Τόσοι σκοτώθηκαν, τόσοι πέρασαν τα σύνορα",
αλλά απο κοντά αυτά τα νούμερα μεταμορφώνονται, παίρνουν μορφή γίνονται άνθρωποι και γίνεται άβολο, καταντάει να παλεύεις με αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.

θα μπορούσα να ήμουν εγώ ένας τους.
Όταν στο μικρό μας χωριό καίγεται το ένα φτωχικό κάλλιστα θα μπορούσε σε σειρά το επόμενο να είναι το δικό μου, να διέσχιζα τόπους ή και μπάρκο σε κάποιου σκυλοπνίχτη τα αμπάρια, μετανάστης για επιβίωση, όνειρο, ελευθερία ως άλλο "μεζεδάκι" πιόνι σε φανταστικές πλεκτάνες.
Και σκέφτεσαι, σκέφτεσαι και αναρωτιέσαι μα καλά σε αυτή την αφύλακτη πατρίδα, που όσο περνάει η ώρα μονάχα οι μύγες σε ενοχλούν, δεν μπορεί να γίνεται τυχαία.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Δεν ξέρω τι θα μπορούσε κάποιος να πεί, εγώ δεν είχα λόγια, μόνο άκουγα. Η ώρα είχε πια περάσει, έκλεισα το κασετοφωνάκι, χαιρέτησα, ευχήθηκα και τους άφησα στην κοινή μας, πια μοίρα
Αυτό το φωτογραφικό-ντοκουμέντο ανήκει στον φάκελο που δημιούργησα με τα αδημοσίευτα θέματα και έγινε στις 25 Αυγούστου 2008